φροντιστής

φροντιστής
φροντ-ιστής, οῦ, ,
A deep thinker, as Socrates is called in derision by Ar.Nu.266, cf. 414 (anap.), al.; φ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, one who meditates on supra-terrestrial things, X.Smp.6.6, Mem.4.7.6;

τὰ . . μετέωρα φ. Pl.Ap.18b

: hence, generally, philosopher, X. Smp.7.2, cf. Hsch.
II one who takes care of, τινων D.S.37.8; curator,

ἱεροῦ Ἀφροδίτης IGRom.1.1167C4

(Egypt, ii A. D.);

συναγωγῆς JHS28.195

([place name] Side), cf. BMus.Inscr.1069 (Fayum, ii A.D.); τῶν δημοσίων πραγμάτων Sch.Ar.Pl.908;

τῶν ἀρχομένων Poll.1.40

: manager,

κακῷ φ. τὰ καθ' ἑαυτοὺς ἐπιτρέψομεν Porph.Abst.1.50

;

παρύγρων Cat.Cod.Astr.8(1).177

; without gen., manager, housekeeper, Phld.Oec.p.51 J.: as transl. of Lat. procurator,

ὁ φ. Δρούσου IGRom.4.219

([place name] Ilium).
2 title of official of a φρατρία, IG14.759.8 ([place name] Naples).
3 bailiff, house-steward, Gp.7.8.1, BGU603.2 (ii A. D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φροντιστής — deep thinker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστής — ο 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή για κάποιον, επιμελητής, διαχειριστής, έφορος, προστάτης: Αφέντης μου και φροντιστής μου ο άντρας μου (Κ. Παλαμάς). 2. παλιός τίτλος οικονομικού αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού (τώρα «πλωτάρχης οικονομικός») …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… …   Dictionary of Greek

  • φροντισταῖς — φροντιστής deep thinker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντισταῖσιν — φροντιστής deep thinker masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντισταί — φροντιστής deep thinker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστοῦ — φροντιστής deep thinker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῇ — φροντιστής deep thinker masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστήν — φροντιστής deep thinker masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῶ — φροντιστής deep thinker masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῶν — φροντιστής deep thinker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”